Το 1915, ο γλωσσολόγος Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις έγραφε στο βιβλίο του Σύντομος ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης (σελ. 90):
«Τὰ παλαιὰ συμπλέγματα κτ, πτ, χθ, φθ ἐκφωνοῦμεν σήμερον πᾶντες ὡς φτ, χτ (χτίζω, φτύω, χτές, φτάνω).»*
Είναι γνωστές όμως οι αντιστάσεις μίας συντηρητικής μερίδας των Ελλήνων οι οποίοι, ακόμα και έναν αιώνα μετά το σύγγραμμα του Χατζιδάκι, όταν γράφουν λέξεις που περιέχουν αυτά τα συμπλέγματα χρησιμοποιούν την παλαιότερη μορφή τους (κτίζω, φθάνω), ενώ πολλοί έχουν φτάσει σε σημείο να τα προφέρουν κιόλας με την παλαιά μορφή. Κάτι αντίστοιχο (αλλά όχι απολύτως) ισχύει και για τον συνδυασμό σθ σε πολλές λέξεις, στις οποίες η δημοτική τον έχει μετατρέψει σε στ, όπως π.χ. καταλήξεις ρημάτων: φαίνεσθε στ' αρχαία και στην καθαρεύουσα, φαίνεστε στη δημοτική. Δεν αναφέρομαι βεβαίως σε λέξεις όπως σθένος ή αισθάνομαι, οι οποίες παραμένουν έτσι και στη δημοτική.
Μου κάνει εντύπωση πάντως που οι παραπάνω συντηρητικοί χρήστες της Ελληνικής πέφτουν στην παγίδα που τους στήνει συχνά το σύμπλεγμα στ: θεωρώντας ως πρότυπα προφοράς τα παλαιά συμπλέγματα, διορθώνουν υποτίθεται προς το αρχαιότερο (και «ευπρεπέστερο») κάποιες λέξεις που περιέχουν στ ακόμα και στ' αρχαία Ελληνικά (!), βάζοντας στη θέση του το σύμπλεγμα σθ. Κλασικό παράδειγμα το είσθε, που το έβλεπα συχνότατα σε παλαιότερα έντυπα. Όμως ο αρχαίος τύπος ήταν ἐστέ, κι όχι *ἐσθέ.
[Και ἐσθέ να ήταν πάντως στ' αρχαία Ελληνικά, οι ίδιοι οι αρχαίοι δεν θα το πρόφεραν με /θ/, γιατί το γράμμα θ προφερόταν ως /τ/ με έντονη εκπνοή, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...]
Ένα ακόμα παράδειγμα, που είδα σε σημερινή εφημερίδα (και που αποτελεί την αφορμή γι' αυτό το νήμα), είναι το σημερινό εξώφυλλο της εφημερίδας Στόχος, όπου διαβάζει κανείς «ΤΕΤΕΛΕΣΘΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ των φαύλων!». Ώστε τετέλεσθαι; Τόσο άσχημο, απρεπές, δημοτικίστικο τους φάνηκε το ευαγγελικότατο τετέλεσται; Τί να πω, μ' αρέσει που έχουν κοτσάρει (σταθερά) και τον Χριστόδουλο στο λογότυπο...
Όποιος θέλει, ας γράψει εδώ κάποια παρόμοια προσωπική του εμπειρία φθογγικού «ευπρεπισμού».
* Η παραπομπή και το παράθεμα είναι από την επιφυλλίδα «Παύσε, πτωχέ Παναγιωτάκη», που βρίσκεται στο ιστολόγιο του Γιάννη Η. Χάρη.
«Τὰ παλαιὰ συμπλέγματα κτ, πτ, χθ, φθ ἐκφωνοῦμεν σήμερον πᾶντες ὡς φτ, χτ (χτίζω, φτύω, χτές, φτάνω).»*
Είναι γνωστές όμως οι αντιστάσεις μίας συντηρητικής μερίδας των Ελλήνων οι οποίοι, ακόμα και έναν αιώνα μετά το σύγγραμμα του Χατζιδάκι, όταν γράφουν λέξεις που περιέχουν αυτά τα συμπλέγματα χρησιμοποιούν την παλαιότερη μορφή τους (κτίζω, φθάνω), ενώ πολλοί έχουν φτάσει σε σημείο να τα προφέρουν κιόλας με την παλαιά μορφή. Κάτι αντίστοιχο (αλλά όχι απολύτως) ισχύει και για τον συνδυασμό σθ σε πολλές λέξεις, στις οποίες η δημοτική τον έχει μετατρέψει σε στ, όπως π.χ. καταλήξεις ρημάτων: φαίνεσθε στ' αρχαία και στην καθαρεύουσα, φαίνεστε στη δημοτική. Δεν αναφέρομαι βεβαίως σε λέξεις όπως σθένος ή αισθάνομαι, οι οποίες παραμένουν έτσι και στη δημοτική.
Μου κάνει εντύπωση πάντως που οι παραπάνω συντηρητικοί χρήστες της Ελληνικής πέφτουν στην παγίδα που τους στήνει συχνά το σύμπλεγμα στ: θεωρώντας ως πρότυπα προφοράς τα παλαιά συμπλέγματα, διορθώνουν υποτίθεται προς το αρχαιότερο (και «ευπρεπέστερο») κάποιες λέξεις που περιέχουν στ ακόμα και στ' αρχαία Ελληνικά (!), βάζοντας στη θέση του το σύμπλεγμα σθ. Κλασικό παράδειγμα το είσθε, που το έβλεπα συχνότατα σε παλαιότερα έντυπα. Όμως ο αρχαίος τύπος ήταν ἐστέ, κι όχι *ἐσθέ.
[Και ἐσθέ να ήταν πάντως στ' αρχαία Ελληνικά, οι ίδιοι οι αρχαίοι δεν θα το πρόφεραν με /θ/, γιατί το γράμμα θ προφερόταν ως /τ/ με έντονη εκπνοή, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...]
Ένα ακόμα παράδειγμα, που είδα σε σημερινή εφημερίδα (και που αποτελεί την αφορμή γι' αυτό το νήμα), είναι το σημερινό εξώφυλλο της εφημερίδας Στόχος, όπου διαβάζει κανείς «ΤΕΤΕΛΕΣΘΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ των φαύλων!». Ώστε τετέλεσθαι; Τόσο άσχημο, απρεπές, δημοτικίστικο τους φάνηκε το ευαγγελικότατο τετέλεσται; Τί να πω, μ' αρέσει που έχουν κοτσάρει (σταθερά) και τον Χριστόδουλο στο λογότυπο...
Όποιος θέλει, ας γράψει εδώ κάποια παρόμοια προσωπική του εμπειρία φθογγικού «ευπρεπισμού».
* Η παραπομπή και το παράθεμα είναι από την επιφυλλίδα «Παύσε, πτωχέ Παναγιωτάκη», που βρίσκεται στο ιστολόγιο του Γιάννη Η. Χάρη.
Last edited: