Το έχω τελειώσει από μέρες, αλλά δεν ευκαίρησα να σχολιάσω και, αν επιτρέπεται, θα το κάνω τώρα, έστω και καθυστερημένα.
(Συνέχεια δεύτερου μέρους)
Στην αφήγηση για τη μάχη του Βατερλό αναφέρεται και το περιστατικό με τον Καμπρόν. Εδώ βλέπουμε ένα από τα χαρακτηριστικά του ρομαντισμού, δηλαδή τη συνένωση του κωμικού με τη μεγαλοπρέπεια και το δράμα.
Βλέπω ότι πάντοτε η σπατάλη χρημάτων από τους εκάστοτε πολιτικούς για φαμφάρες ήταν συνηθισμένη, όπως το λες Βάγγυ, πολλά νεύρα αυτή η συνήθεια
Εκεί που ο Ουγκώ μίλαγε για την πηγή όλων των επαναστάσεων, τη Γαλλική Επανάσταση, θυμήθηκα κάτι που είχα μάθει στο σχολείο: οι επαναστατημένοι Έλληνες υπολόγιζαν στην υποστήριξη του Ναπολέοντα (ξέρετε, ο Ουγκώ είχε γράψει και ποίημα για την Ελληνική Επανάσταση!).
Μεγάλο τμήμα του δεύτερου μέρους (σχεδόν όλο το δεύτερο μισό) είναι άσχετο με την πλοκή, καθώς περιγράφεται εξονυχιστικά το μοναστήρι και το οικοτροφείο και ακολουθεί ολόκληρο δοκίμιο για το μοναχισμό! Πάντως, εμένα προσωπικά, αυτή η παρέκβαση, όσο μεγάλη κι αν είναι, μ’ αρέσει, καθώς είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Άσε που έχει και λίγη πλάκα εκεί που περιγράφει τις παιδιάστικες κουβέντες στο οικοτροφείο!
Τρίτο μέρος
Στο τρίτο μέρος τα κεφάλαια για το χαμίνι είναι πολύ χαριτωμένα, ταυτόχρονα συγκινητικά και λίγο κωμικά, όπως και στα επόμενα μέρη κάθε που εμφανίζεται ο Γαβριάς. (όταν ήμουν μικρούλα και είχα δει την ταινία είχα κυριολεκτικά ερωτευθεί το Γαβριά).
Ο Γιλνορμάνδος είναι ένα από τα πιο αστεία πρόσωπα του βιβλίου και το μόνο που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κωμικό. Στα κεφάλαια που αφορούν τον άνθρωπο αυτό συναντάμε και πρόσωπα φαινομενικά άσχετα, που όμως λειτουργούν σαν σύνδεσμος με πρόσωπα σημαντικά στην πλοκή (για παράδειγμα η Μανιώ, που συνδέεται με τους Θερναδιέρους). Σε αυτό το μέρος γνωρίζουμε και τον τελευταίο κεντρικό ήρωα του βιβλίου, το Μάριο. Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι όσο αξιαγάπητος κι αν είναι, είναι κάπως υπερβολικά τέλειος και δεν μπορούν να ταυτιστούν οι αναγνώστες μαζί του. Για παράδειγμα, απ’ αυτά που διάβασα, δεν θυμάμαι οι φαν του μυθιστορήματος Αζέλμα και Φαντίνα να είχαν ασχοληθεί ποτέ με αυτό τον χαρακτηρα. Μ’ άρεσε το κεφάλαιο που κοροιδεύει τους βασιλόφρονες, αν και ορισμένα πράγματα δεν κατάλαβα γιατί ήταν αστεία. Στα κεφάλαια του Μάριου έχουμε ενδιαφέρουσες ψυχικές αναλύσεις και ψυχολογικές ανατροπές του χαρακτήρα.
Τέταρτο μέρος
Στο τέταρτο μέρος υπάρχουν πολλές πολιτικές αναλύσεις για την επανάσταση επί Λουδοβίκου-Φιλίππου. Πολύ επιτυχημένη η εξίσωση των πολιτικών με επιτήδειους.
Μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην περιγραφή του κήπου, που αποτελεί το σκηνικό του έρωτα Μάριου-Τιτίκας, που δεν είναι απλώς σκηνικό, αλλά θα έλεγα ότι ο κήπος σχεδόν παρομοιάζεται με τον αγνό έρωτα. Στους ρομαντικούς, η φύση παίζει για πρώτη φορά κυρίαρχο ρόλο.
Πέμπτο μέρος
Στο πέμπτο μέρος, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παρέκβαση για την αργό, τόσο κοινωνιολογική ανάλυση, όσο και αυτούσια γλωσσολογική.
Σε αυτό το μέρος, πολλά κεφάλαια αφιερώνονται σε πολιτική ανάλυση και σε αφήγηση της επανάστασης. Μου φάνηκε πολύ εύστοχη, στην πολιτική ανάλυση, η διαφοροποίηση μεταξύ στάσης κι επανάστασης. Άραγε, η επανάσταση που περιγράφει ο Ουγκώ είναι η επανάσταση των Κομμουνάρων;
Σε αυτό το μέρος αλλά και γενικά σε όλο το μυθιστόρημα το μόνο που δεν κατάλαβα καθόλου είναι για πιο λόγο ο γερο-Μαμπέφ πήγε μαζί με τους επαναστάτες και συμμετείχε στη μάχη. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω είναι ότι τρελάθηκε! Ειδάλλως, μου φαίνεται αφύσικο για το χαρακτήρα, απρόσμενο, αψυχολόγητο, κι όλα αυτά.
Το επεισόδιο με τον Καβούκη θυμίζει τα επεισόδια που προκαλούν οι κουκουλοφόροι, κι είναι κι αυτός «βαλτός».
Η Επονίνη περιφρονήθηκε λίγο από το συγγραφέα ή μου φαίνεται; Πάντως είναι από τους ενδιαφέροντες-συμπαθητικούς δευτερεύοντες ήρωες. Είναι και πολύπλευρη, καθώς από τη μία βοηθάει να ευοδωθεί το ρομάντζο Μάριου-Τιτίκας, απ’ την άλλη παρασύρει το Μάριο στη μάχη με τη ζηλότυπη σκέψη «αν δεν τον έχω εγώ, δεν θα τον έχει καμμία!»
Μέρος έκτο
Με αφορμή την εκτέλεση Ενζολωρα-Μεγάρου, διατυπώνω την εξής απορία, που έχω από το τρίτο μέρος: έχει καταλάβει κανείς τη σχέση αυτών των δύο; Γιατί εγώ ομολογουμένως δεν την κατάλαβα! Κάπου διάβασα μια ερμηνεία, ότι δηλαδή είναι υπαινιγμός για αγνή ερωτική φιλία, αλλά πάλι περίεργο μου φαίνεται…
Στα κεφάλαια για τους υπόνομους του Παρισιού, βλέπουμε ότι, ήδη από τον 19ο αιώνα, στις μεγάλες πόλεις υπήρχε ήδη το φαινόμενο της ρύπανσης. Πολύ εφετζούδικη η περιπέτεια στους υπονόμους, σα να βγήκε από λαική περιπέτεια της εποχής!
Εξαιρετικά συγκλονιστική η σκηνή της αμφιβολίας του Ιαβέρη, που ξαφνικά αρχίζει να νιώθει ανθρώπινα συναισθήματα και τη γένεση της συνείδησης.
Έχω όμως μια απορία για αυτά τα μέρη πέμπτο και έκτο: γιατί ο Γιάννης Αγιάννης πηγαίνει στα οδοφράγματα και σώζει το Μάριο; Αφού, αρχικά, όταν καταλάβει ποιος είναι τον μίσησε και ευχήθηκε το θάνατό του.
Βούρκωσα στο τέλος, αλλά πάντοτε μου φαίνεται ως καλό τέλος, αν και όχι αυτό που λέμε happy end. Το θεωρώ καλό τέλος, επειδή όλα έρχονται στη θέση τους, όλα τα μυστήρια και οι παρεξηγήσεις λύνονται, η αλήθεια γίνεται γνωστή κι όλα ακολουθούν το φυσικό τους τέλος. Με χάλασε λίγο που ακολούθησαν τις εντολές του και ο τάφος του είναι ανώνυμος, αλλά τι να κάνουμε, αφού έτσι ήθελε ο συγγραφέας. Εξάλλου, αν ήταν σε περίοπτη θέση, με στολισμένη πλάκα και τέτοια, θα θύμιζε περισσότερο Ντίκενς παρά Ουγκώ.
Τελικά, είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει πλήρως τη φήμη του. Πάντως, νομίζω ότι αρκετές φορές οι παρεκβάσεις με πολιτικο-κοινωνικό σχόλιο είναι πιο ενδιαφέρουσες από την ίδια την πλοκή. Πολλές φορές, το ανακάτεμα των προσώπων μπορεί να θεωρηθεί λίγο «αφύσικο». Επίσης, παρατηρώ ότι ο συγγραφέας έχει φετίχ με την αρχιτεκτονική! Όποτε υπάρχει ευκαιρία, θα περιγράψει κτίρια και τη θέση τους, δρόμους κτλ
Αυτά και συγνώμη για τη μεγάλη καθυστέρηση!